λεμβίτης

λεμβίτης
ο гребец (военной шлюпки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λεμβίτης" в других словарях:

  • λεμβίτης — ο ναύτης πολεμικού πλοίου που ανήκει σε πλήρωμα λέμβου, αλλ. εφολκίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. canotier, και μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • δευτερολεμβίτης — ο ναυτ. ο λεμβίτης που ανήκει στο πλήρωμα τής δεύτερης λέμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. canotiers maiors). Η λ. δευτερολεμβίται μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • εφολκίτης — ο [εφόλκιο] ο ναύτης τού εφολκίου, λεμβίτης …   Dictionary of Greek

  • λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το …   Dictionary of Greek

  • τριτολεμβίτης — ο, Ν ναύτης που ανήκει στο πλήρωμα τής τρίτης λέμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + λεμβίτης «ναύτης πολεμικού πλοίου». Η λ. στον πληθ. τριτολεμβίται, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»